Οι σημαίες των προγόνων μας

3 Ιουλίου 2014 § Σχολιάστε

 Αγαπάνε οι αμερικάνοι το ποδόσφαιρο; Αγαπάμε εμείς το ποδόσφαιρο των αμερικάνων; Από πού κατάγεται ο Ντέμπσεϊ και από πού ο Ζερμέιν Τζόουνς; Και γιατί δεν πρέπει να μετράμε τις αποκρούσεις του Τιμ Χάουαρντ.

Η Αν Κάλτερ είναι μια γνωστή δημόσια φιγούρα στις ΗΠΑ, συγγραφέας, αρθρογράφος, δικηγόρος κτλπ. Τελευταία τα έχει βάλει με το ποδόσφαιρο, προσπαθώντας να πείσει τους συμπατριώτες της ότι δεν αξίζει να ασχολούνται με το συγκεκριμένο σπορ. Μέσω του προσωπικού της σάιτ έγραψε ένα κείμενο που θα έπρεπε να λέγεται «ως αμερικάνοι οφείλουμε να μην βλέπουμε μπάλα». Ξεχωρίζω δυο φράσεις της:

Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως ένδειξη ηθικής παρακμής του έθνους.

και:

Κανένας αμερικάνος του οποίου ο προπάππους γεννήθηκε εδώ δεν βλέπει ποδόσφαιρο.

Το κείμενο έγινε viral. Η ακραία στενομυαλιά της συντηρητικής κυρίας προφανώς και θα έβρισκε οπαδούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μπορεί να γράφει πράγματα που για έναν ευρωπαίο ακούγονται αφελή μέχρι γέλιου, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι ο μέσος αμερικάνος δυσκολεύεται να δεχτεί κάποια δεδομένα. Ακόμα και η ισοπαλία μοιάζει αλλόκοτη. Πόσο μάλλον το συνολικό πολυπαραγοντικό σύμπαν του ποδοσφαίρου. Το περιοδικό New Yorker, που δεν είναι καθόλου στενόμυαλο, σχολίασε ότι η πρόκριση των ΗΠΑ στους «16» ήταν «very un-American» και αναρωτήθηκε πώς γίνεται να πανηγυρίζει κανείς έπειτα από μια ήττα; Θυμίζουμε ότι η πρόκριση ήρθε μετά την ήττα με 1-0 από την Γερμανία και την παράλληλη νίκη της Πορτογαλία με την Γκάνα .

Εδώ και δυο περίπου δεκαετίες, οι Αμερικάνοι ξεκίνησαν να προσπαθούν σοβαρά να βελτιώσουν το ποδόσφαιρό τους. Να δημιουργήσουν ένα καλό εθνικό πρωτάθλημα, να κινητοποιήσουν τον κόσμο, να φτιάξουν μια καλή εθνική ομάδα. Όσο προσπαθούσαν, ο υπόλοιπος κόσμος γελούσε. Γιατί για εμάς, οι αμερικάνοι είναι αυτό που είναι: αμερικάνοι. Και μεγαλώσαμε με την απολαυστική γνώση ότι αν υπάρχει ένας τομέας όπου μπορούμε να βλέπουμε αυτήν την πανίσχυρη χώρα να τρώει τα μούτρα της, αυτός είναι το ποδόσφαιρο. Και, μιλώντας για μπάλα, νιώθαμε πάντα ότι οι αμερικάνοι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα έθνος πνευματικά κατώτερο που δεν μπορεί να καταλάβει, επιτέλους δηλαδή, ότι είναι ανόητο το ποδόσφαιρο να λέγεται «soccer». Και όσο τους βλέπαμε να προσπαθούν να μάθουν και να αγαπήσουν την μπάλα, το διασκεδάζαμε ακόμα περισσότερο γιατί ξέραμε καλά ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι κάτι που μαθαίνεις να αγαπάς. Αν δεν είναι μέρος της κουλτούρας σου δεν θα γίνει ποτέ, όσο κι αν το διαφημίσεις, όσα Παγκόσμια Κύπελλα κι αν διοργανώσεις, όσους Μπέκαμ κι αν πληρώσεις να παίξουν στο πρωτάθλημά σου.

Μετά τον πρόωρο αποκλεισμό τους το 2010 από τη φάση των ομίλων, το πρωτοσέλιδο της New York Post έγραψε αυτό:

Είναι όμως αυτή η αλήθεια; Είναι οι αμερικάνοι ένας έθνος ποδοσφαιρικά χαζών; Μια χώρα που στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνει και δεν ενδιαφέρεται για το ποδόσφαιρο; Όχι. Δεν είναι. Το παιχνίδι με την Πορτογαλία και με το Βέλγιο τα παρακολούθησαν (το καθένα) γύρω στους 25 εκατ. ανθρώπους και μάλιστα χωρίς να προβάλλονται σε κάποιο ελεύθερο εθνικό δίκτυο. Λιγότεροι από όσους είδαν το Super Bowl, λιγότεροι από όσους είδαν τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου. Περισσότεροι από όσους είδαν τους τελικούς του ΝΒΑ. Το ποδόσφαιρο εξακολουθεί να είναι το τέταρτο πιο δημοφιλές άθλημα στις ΗΠΑ αλλά πλέον είναι δεύτερο στις μικρές ηλικίες.

Το MLS, ένα πρωτάθλημα που βρέθηκε κάποτε να έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της γραφικότητας (θυμάται κανείς την ανεκδιήγητη καινοτομία στη διαδικασία των πέναλτι; Που δηλαδή δεν ήταν πέναλτι αλλά μια κατεβασιά, κάτι σαν τετ-α-τετ;) με τα χρόνια έγινε ένα εξαιρετικά αξιόλογο πρωτάθλημα, υψηλού επιπέδου, καλύτερο από τα περισσότερα Ευρωπαϊκά. Σε ποιότητα, σε θέαμα, σε οργάνωση, σε εγκαταστάσεις. Οι διάφοροι Μπέκαμ όντως βοήθησαν να αυξηθεί η δημοφιλία του και, τελικά, να γίνει το ποδόσφαιρο μέρος της κουλτούρας του μέσου Αμερικάνου. Τη χρονιά που πέρασε ο μέσος όρος θεατών ανά αγώνα έφτασε τις 18.608. Θα πείτε είναι μεγάλος αυτός ο αριθμός για μια χώρα 300 εκατομμυρίων ανθρώπων; Όχι, δεν είναι. Αλλά είναι τεράστιος αριθμός για μια χώρα όπου άτομα με «σημαντικό» λόγο εκτιμούν το ενδιαφέρον για την μπάλα ως «ένδειξη ηθική παρακμής».

Η εθνική τους ομάδα δεν ήταν τίποτα σπουδαίο (ούτε) φέτος, είχε κάποιες εκλάμψεις, έβγαλε κάποιες όμορφες στιγμές και έκανε αυτό που κάνει πάντα, δηλαδή παίζει με ένταση, μπόλικο τρέξιμο, καλή τακτική, λίγη τεχνική, ελάχιστη σκοπιμότητα. Το βασικό όμως είναι ότι αν δούμε πολύ ψύχραιμα την team USA, θα δούμε μια ομάδα που παίζει κανονικό ποδόσφαιρο. Κανονικότατο. Δεν αποτελείται μόνο από καλούς αθλητές που όμως δεν καταλαβαίνουν τι είναι ακριβώς είναι αυτό το παιχνίδι.

Αν υπάρχει κάτι στο οποίο η κ. Κάλτερ είχε δίκιο, είναι ότι οι προπαππούδες αυτών των 23 παικτών, όντως, δεν γεννήθηκαν στις ΗΠΑ. Το παρατηρούσα από την διαφορετικότητα των ονομάτων τους. Θα μπορούσαμε να το φανταστούμε έτσι κι αλλιώς. Το μότο των Αμερικάνων σε αυτό το Μουντιάλ ήταν «One nation, οne team»  – στο Aljazeera γράφτηκε ένα ενδιαφέρον κομμάτι με τίτλο «One nation, one team, 14 immigrant stories». Τέλος πάντων, κάθισα και βρήκα τις ρίζες των αμερικανών διεθνών, οπότε ακολουθεί μαι σύντομη παρένθεση:

Δεν βρήκα στοιχεία για την καταγωγή των Μπέλσερ, Μπίσλεϊ, Κάμερον, Μπράντλεϊ και Ντέιβις. Είτε επειδή δεν έψαξα καλά, είτε επειδή στους συγκεκριμένους ισχύει ότι οι οικογένειές τους βρέθηκαν στις ΗΠΑ πριν αρκετά χρόνια ώστε ο τόπος προέλευσής τους έπαψε να αποτελεί σημείο αναφοράς. Από εκεί και πέρα, οι υπόλοιποι 18 προέρχονται από όλες τις φυλές του Ισραήλ – για του λόγου το αληθές ο μεγάλος ρασταφάρι Κάιλ Μπέκερμαν, έχει εβραϊκές ρίζες. Ο Τιμ Χάουαρντ είναι ωραία ιστορία καθώς -ποιος θα το ‘λεγε;- απ’ την μεριά της μητέρας του είναι μισός Ούγγρος. Από ‘κει και πέρα, ο αρχηγός Κλιντ Ντέμπσεϊ έχει μια (μάλλον μακρινή) καταγωγή από την Ιρλανδία, ενώ και ο Γκράχαμ Ζούσι έχει ιρλανδικές ρίζες αλλά το οικογενειακό του δέντρο διακλαδίζεται μέχρι την Γαλλία και τον Λίβανο. Ο Ζόζι Άλτιντορ είναι από την Αϊτή, ο Αλεχάντρο Μπεντόγια από την Κολομβία, ο Ομάρ Γκονζάλες (με τα ελαστικά πόδια) είναι από το Μεξικό, όπως και ο Νικ Ριμάντο απ’ την μεριά της μητέρας του – ο πατέρας του είναι από τις Φιλιππίνες. Ο Κρις Γουοντολόφσκι και ο Μπραντ Κούζαν, όπως σωστά μαντεύετε, έχουν καταγωγή από την Πολωνία και, επίσης εύκολο, ο Άρον Γιόχανσον γεννήθηκε στις ΗΠΑ από Ισλανδούς γονείς. Πιο αμερικάνος απ’ όλους, κατά μια έννοια, είναι ο Ντιάντρε Γιέντλιν, το δεξί μπακ που είδαμε κόντρα στο Βέλγιο, ο οποίος θεωρείται native American. Και μετά αρχίζουν οι «Γερμανοί» – και όχι, ο Γιούργκεν Κλίνσμαν δεν μετράει. Μετράει όμως ο Τζούλιαν Γκριν, σκόρερ της παράτασης με το Βέλγιο, ο οποίος γεννήθηκε στις ΗΠΑ από αμερικανό πατέρα και γερμανίδα μητέρα. Σε αντίθεση με τους Τζον Μπρουκς, Τίμοθι Τσάντλερ, Φαμπιάν Τζόνσον και Ζερμέιν Τζόουνς, οι οποίοι γεννήθηκαν στην Γερμανία. Οι γονείς του Μπρουκς είναι και οι δυο αμερικάνοι, στους υπόλοιπους ισχύει το αμερικανός πατέρας (που έκανε τη θητεία του στη Γερμανία) και γερμανίδα μητέρα. Τέλος, υπάρχει και ο Μίκελ Ντίσκερουντ που γεννήθηκε στο Όσλο από νορβηγό πατέρα και αμερικανίδα μητέρα.

Το βράδυ της πρόκρισής τους στους «16» του Μουντιάλ, το βράδυ δηλαδή που στις ΗΠΑ γινόταν και κάτι άλλο. Ο ποδοσφαιρικός θρίαμβος συνέπεσε με μια από τις παραδοσιακά πιο αγαπημένες αθλητικές βραδιές του χρόνου: ήταν η νύχτα του draft. Μαζί με τα νέα αστέρια του ΝΒΑ, στο πλάι της οθόνης υπήρχε διαρκώς η υπενθύμιση για το επερχόμενο παιχνίδι με το Βέλγιο ενώ οι διάφοροι σχολιαστές ξεχείλιζαν από εθνική υπερηφάνεια για την πορεία της ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Και κάθε τόσο έπαιζε το σποτ με τις συγχαρητήριες δηλώσεις του προέδρου Ομπάμα.

Οσο για τον ηρωικό αποκλεισμό τους στην παράταση κόντρα στο Βέλγιο, το ίντερνετ γέμισε από σχόλια λατρείας για αυτή την ομάδα που κέρδισε τον σεβασμό όλων πίσω στην πατρίδα αλλά και τον σεβασμό των ευρωπαίων. Και λογικά κάπου στο Νιου Τζέρσεϊ ετοιμάζεται ένα άγαλμα στον Τιμ Χάουαρντ, του οποίου οι 16 αποκρούσεις κόντρα στους Βέλγους αποτελούν ρεκόρ μισού αιώνα για αγώνα Παγκοσμίου Κυπέλλου. «Ο Τιμ Χάουαρντ με έμαθα να αγαπάω το ποδόσφαιρο», διάβασα στο περιοδικό Atlantic. Ξέρετε τι γίνεται, ε; Ο τρόπος σκέψης τους οδηγεί (α) στην δημιουργία ενός ήρωα και (β) στην ύπαρξη κάποιου στατιστικού στοιχείου. Για να κερδίσουν τον σεβασμό των ευρωπαίων θα πρέπει πρώτα να σταματήσουν να μετράνε τις αποκρούσεις του Χάουαρντ. Δεν είναι ελεύθερες βολές.

Αργά ή γρήγορα, πάντως, οι αμερικάνοι θα αγαπήσουν πραγματικά το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο των μεταναστών τους, το ποδόσφαιρο των ευρωπαίων και των λατινοαμερικάνων, το ποδόσφαιρο της «ηθικής παρακμής», το ποδόσφαιρο της ισοπαλίας και του 0-0, το ποδόσφαιρο του Μουντιάλ, το ομορφότερο άθλημα. Το ωραίο στο τέλος επιβάλλεται. Δεν γίνεται αλλιώς. Οι συντηρητικές κυρίες θα παραμεριστούν, τα παιδιά στο σχολείο θα αρχίσουν να φοράνε φανέλες Γκάλαξι και Ρεάλ Σολτ Λέικ, η εθνική τους ομάδα θα τα πηγαίνει όλο και καλύτερα και ο Χάουαρντ θα έχει κάνει απλώς μια πολύ καλή εμφάνιση. Τότε ίσως διώξουμε κι εμείς τα δικά μας φαντάσματα. Το «έλα μωρέ, ποιοι αμερικάνοι;» θα αντικατασταθεί από μια υγιή ματιά. Το ωραίο στο τέλος επιβάλλεται και όταν έρθει θα πρέπει να μπορούμε να το εκτιμήσουμε.

Tagged: , , , , ,

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

What’s this?

You are currently reading Οι σημαίες των προγόνων μας at Οι πτησεις του Μπεργκαμπ.

meta

Αρέσει σε %d bloggers: