Ο τελευταίος Βραζιλιάνος
11 Ιουλίου 2014 § 3 Σχόλια
Αλλοτε μοιάζει με τον καλύτερο αμυντικό του πλανήτη και άλλοτε με ξεμυαλισμένο έφηβο σε πενταήμερη αλλά η ουσία είναι ότι ο Νταβίντ Λουίζ είναι ίσως ο μόνος που δίνει νόημα στην φράση «βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής».
Όταν μιλάμε για έναν βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή υπάρχει μια σειρά στερεοτυπικών χαρακτηριστικών που ισχύουν ή δεν ισχύουν και το ξέρουμε ή δεν το ξέρουμε αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχουν στο μυαλό μας και είναι περίπου αυτά: ο βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής ξέρει άπειρη μπάλα, είτε είναι τερματοφύλακας είτε σέντερ φορ. Εμαθε να παίζει πιτσιρικάς στην Κόπα Καμπάνα, στο σοκάκι κάποιας φαβέλας ή γενικώς και αορίστως σε κάποια αλάνα και, κατά προτίμηση, τις πρώτες του ντρίπλες τις έκανε ξυπόλητος, επειδή δεν είχε λεφτά για ποδοσφαιρικά παπούτσια. Κατά τ’ άλλα, ο βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής ζει για να επιβεβαιώνει την καταγωγή του, για τη στιγμή δηλαδή που θα κάνει κάτι «βραζιλιάνικο» και θα σηκώσει την εξέδρα στο πόδι. Μια περίτεχνη ενέργεια, κάποιο κόλπο, κάποιο μαγικό. Γιατί το μυαλό του βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή δεν είναι συμβατό με την έννοια της σκοπιμότητας, του αποτελέσματος, της τακτικής. Όχι, ο βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής παίζει γιατί έτσι γουστάρει, όπως γουστάρει, θα κάνει τακουνάκια και ραμπόνες μέσα στην περιοχή του και όταν βρεθεί φάτσα με το γκολ θα επιλέξει τον λιγότερο λογικό από τους διαθέσιμους τρόπους για να τελειώσει με επιτυχία τη φάση. Επειδή για τον βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή η μπάλα είναι κέφι και χαρά, το «κάτι παραπάνω», η γονιδιακή του ταυτότητα.
Επίσης, το αίμα του βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή είναι κίτρινο και πράσινο, στα χρώματα της εθνικής του ομάδας και, όπως μάθαμε πρόσφατα από το ταινιάκι της Nike, αυτό ισχύει στην περίπτωση του Νταβίντ Λουίζ ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται ο πατέρας του. Σε μια περίοδο που το να είσαι βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής δεν είναι μια ιδιότητα που δεδομένα προσθέτει κάτι στο βιογραφικό σου και που πολλά από τα παραπάνω είναι κλισέ υπερβολές που έχουν πια ξεπεραστεί, έρχεται αυτός ο φοβερός τύπος για να μας θυμίσει τι διάολο πραγματικά σημαίνει ή θα έπρεπε σημαίνει ή θα θέλαμε να σημαίνει να είσαι βραζιλιάνος και ποδοσφαιριστής.
Η ιστορία ξεκινάει από την προσπάθεια των βραζιλιάνων, ας πούμε χονδρικά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, να γίνουν κάπως πιο σοβαροί, πιο «ευρωπαίοι». Σταδιακά το κατάφεραν. Μόνο που το παράκαναν. Εδώ και τρία (τουλάχιστον) Μουντιάλ η ταυτότητα της Βραζιλίας είναι αλλοιωμένη και ο μοναδικός άνθρωπος που δείχνει να συμμερίζεται την υπόσχεση του Ρονάλντο «ότι σε κάθε παιχνίδι θα διασκεδάζουμε και εμείς στο χορτάρι» είναι ένας κεντρικός αμυντικός που μοιάζει να έχει ξεμείνει από το ’70. Γιατί στο σημερινό ποδόσφαιρο και στην σημερινή ποδοσφαιρική βραζιλία, ο Νταβίντ Λουίζ κάνει κάτι που ίσως ακούγεται κάπως αφελές αλλά είναι τόσο πολύ σημαντικό: έχει αποτινάξει από πάνω του κάθε ίχνος σοβαροφάνειας, διασκεδάζει πραγματικά το γεγονός ότι παίζει μπάλα και αφήνεται να παρασύρεται από τα ένστικτά του, τα οποία είναι τόσο μπερδεμένα, όσο και οι μπούκλες πάνω στο κεφάλι του.
Και για αυτό υπάρχουν δεκάδες στιγμές όλα αυτά τα χρόνια που ο Νταβίντ Λουίζ γίνεται λίγο χαβαλές και καραγκιόζης χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να είναι ο πιο ακριβός αμυντικός στην ιστορία του ποδοσφαίρου και χωρίς να σημαίνει ότι δεν μπορεί να πετυχαίνει ένα γκολ όπως αυτό με την Κολομβία, το οποίο οι περισσότεροι συμπαίκτες του ούτε που κατάλαβαν πώς το έκανε. Το χάρισμα της αυθεντικότητας είναι σπάνιο. Στις τυποποιημένες συμπεριφορές της εποχής των κίτρινων παπουτσιών και των πανομοιότυπων κουρεμάτων, ο Νταβίντ Λουίζ έρχεται και μας χαρίζει το περιστατικό με τον Χάμες Ροντρίγκεζ, αναγκάζοντας ένα εκστασιασμένο γήπεδο να χειροκροτήσει έναν αντίπαλο. Και δυο μέρες μετά, έπειτα από τον εφιαλτικό ημιτελικό με την Γερμανία σπαράζει στο κλάμα μπροστά στις κάμαρες όπως λίγες φορές κάποιος συνάδερφός του έχει επιτρέψει στον εαυτό του. Ο Νταβίντ Λουίζ όμως αφήνεται· να κλάψει, να γελάσει, να σουτάρει, να κάνει λάθη. Και, όπως έχει γράψει για τους βραζιλιάνους ο Τζόναθαν Γουίλσον στο βιβλίο του Αντιστρέφοντας την πυραμίδα, «το λάθος ήταν μέρος της γοητείας τους».
Στο 1-7 ο Νταβίντ Λουίζ κάνει αμέτρητα λάθη, μερικά από τα οποία δευτερόλεπτα αργότερα καταλήγουν να γίνουν γκολ. Μετά την ολοκλήρωσή του, ο ημιτελικός καταχωρήθηκε αμέσως στα σημαντικά ματς του αθλήματος και ο ίδιος θα είναι για πάντα η τραγικότερη φιγούρα του αγώνα, χωρίς να μπορεί να ελέγξει ούτε τα δάκριά του, ούτε –αγωνιστικά– τον εαυτό του, ούτε την άμυνά του. Με πιο μικρά γράμματα, στην ιστορία θα μείνει και ότι από τον ημιτελικό με την Γερμανία απουσίαζε ο πιο αποτελεσματικός και πιο ψύχραιμος αμυντικός της ομάδας, ο αρχηγός της φετινής Βραζιλίας, ο Τιάγκο Σίλβα. Οι δυο τους θα είναι από Σεπτέμβρη συμπαίκτες στην Παρί, αποτελώντας πιθανόν το καλύτερο δίδυμο στην Ευρώπη αλλά για την ώρα, σε αυτό το Μουντιάλ, συμβόλισαν ό,τι συμβαίνει στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Ο ένας, ο Σίλβα, είναι η καλή εκδοχή αυτού που προσπαθεί να πετύχει η Βραζιλία, το να γίνει δηλαδή μια ομάδα που θα ακολουθεί τις μόδες και τις ανάγκες του αθλήματος, στέλνοντας έτοιμους παίκτες στα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ και εμφανίζοντας ανταγωνιστικές όμαδες στα επίπεδα της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας. Ο άλλος, ο Νταβίντ Λουίζ, είναι το παρελθόν αυτής της ομάδας, ο τελευταίος βραζιλιάνος, που δεν μπαίνει σε καλούπια, που δεν κρύβει τα συναισθήματά του, που ξέρει όλη την μπάλα του κόσμου, που κάνει λάθη αλλά που το αίμα του, εκτός από κίτρινο και πράσινο, έχει το χρώμα του jogo bonito.
[…] ποδοσφαίρου» και ολοκλήρωσε τον φετινό εφιάλτη του Νταβίντ Λουίζ. Το βράδυ εκείνο στο Λονδίνο, πάντως, και όσον αφορά […]
[…] που θα έφερνε το σκορ στα ίσα. Ένα παλαβό γκολ από τον πιο παλαβό Βραζιλιάνο παίκτη. Αμέτρητες κλωτσιές στο Χάμες Ροντρίγκεζ. Μία και καλή […]
[…] που θα έφερνε το σκορ στα ίσα. Ένα παλαβό γκολ από τον πιο παλαβό Βραζιλιάνο παίκτη. Αμέτρητες κλωτσιές στον Χάμες Ροντρίγκεζ. Μία και […]