Ο τελικός της θητείας (μου)
13 Ιουλίου 2014 § Σχολιάστε

Αυτό δεν το είδα ποτέ
Λίγο πριν τον αποψινό 64ο και τελευταίο αγώνα του 20ου Παγκοσμίου Κυπέλλου, μια προσωπική εξομολόγηση. Και μια μικρή συμβουλή: τέτοια παιχνίδια είναι για να τα βλέπεις σε σπίτι.
Στην αρχή πήγαμε εκεί, επειδή δεν είχαμε άλλη επιλογή. Ήταν μεσημέρι και κανένα μαγαζί στα πέριξ δεν είχε ανοιχτή τηλεόραση. Την πλατεία θέλαμε να την αποφύγουμε, ενώ για κακή μας τύχη δεν γνωρίζαμε την πάντα φιλόξενη και φίλαθλη γωνιά του Λάμπρου λίγο πιο κάτω στη Θεμιστοκλέους. Εκείνο το απόγευμα, λοιπόν, ο δικός μας κλήρος έβγαλε ένα καφέ επί της Κωλέττη, ακριβώς πριν το πάρκινγκ στη γωνία με τη Μπενάκη. Το καφέ δεν υπάρχει πια. Έχει γίνει ρακάδικο, που για τα Εξάρχεια είναι το αντίστοιχο με τα φρόζεν-γιόγκουρτ: ανοίγουν σε κάθε στενό. Μετά καθιερώθηκε η επιλογή, επειδή συνηθίσαμε και βόλευε. Και κάπως έτσι, καθισμένος σε κάτι ελάχιστα αναπαυτικές καρέκλες σκηνοθέτη, αλλά έχοντας το προνόμιο μιας μεγάλης plasma οθόνης και ενός αξιόπιστου ηχοσυστήματος, είδα εκεί παραπάνω από το 50% των αγώνων που παρακολούθησα σε εκείνο το Μουντιάλ. Τους υπόλοιπους τους είδα στο στρατόπεδο.
Το καλοκαίρι του ’10 μετρούσα κάμποσους μήνες θητείας, δεν είχα όμως κατακτήσει κάποιο σοβαρό στάτους παλαιότητας, αλλά ούτε ήμουν και «νέος». Αυτό είχε μερικά πλεονεκτήματα: πιο συχνές εξόδους, σχέσεις οικειότητας με τον ΚΨΜιτζή ώστε να μου δίνει τα κλειδιά και να πηγαίνω το μεσημέρι να βλέπω Σλοβακία-Νέα Ζηλανδία κ.α. Είχε όμως και αρνητικά, με μεγαλύτερο απ’ όλα το αυτονόητο: την ίδια τη στρατιωτική θητεία. Ας πούμε, στο εναρκτήριο παιχνίδι, Μεξικό-Ν. Αφρική μάς σήκωσαν άρον-άρον στο ημίχρονο για άσκηση πυρασφάλειας, ενώ άκουσα στο ραδιοφωνάκι την παράταση Γκάνα-Ουρουγουάη επειδή κάποιος ΑΥΔΜ διέταξε να κλείσει το ΚΨΜ.
Το καφέ στην Κωλέττη δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Τα ποτά ήταν ψιλοχάλια, ενώ αν ήθελες να φας οι επιλογές σου συνοψίζονταν στο δίλημμα τοστ με γαλοπούλα ή ζαμπόν. Ήταν όμως φτηνό. Και συνεπές. Πάντα η τηλεόραση ήταν έξω και σε περίμενε. Ακόμα και αν ήταν σβηστή, όπως εκείνο το μεσημέρι που είχε Καμερούν-Ιαπωνία, ο ιδιοκτήτης ήταν πάντα πρόθυμος να την ανοίξει μόνο για πάρτι σου, με ήχο στο φουλ, παρά το γεγονός ότι κανείς άλλος από όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο μαγαζί δεν είχε όρεξη να ακούσει βουβουζέλες ή τον Αλέκο Θεοφιλόπουλο.
Ήταν μια μικρή όαση. Γύρω στις δύο έφευγα από το στρατόπεδο, τρεις κάτι ήμουν σταθμό Λαρίσης και μετά χρειαζόμουν κάνα εικοσάλεπτο για να φτάσω, όπου θα έβρισκα τον καλό φίλο με το οποίο είχαμε δει σχεδόν όλα τα ματς παρέα. Από ένα σημείο και μετά, είχαμε αναπτύξει τις τυπικές σχέσεις με τον ιδιοκτήτη, η παραγγελία ερχόταν αυτόματα μόλις καθόμασταν, λέγαμε μαζί του και καμιά κουβέντα για τα παιχνίδια. Μας είχε υιοθετήσει και τους τρεις η συνήθεια και εμείς το απολαμβάναμε. Εκεί λοιπόν είδαμε τον αποκλεισμό της Ιταλίας, εκεί είδαμε το Γερμανία-Αγγλία 4-1, εκεί είδαμε το Ισπανία-Πορτογαλία 1-0, εκεί θα βλέπαμε και τον μεγάλο τελικό.
Όπως ήταν φυσικό, όσο τα παιχνίδια γίνονταν πιο ενδιαφέροντα ο κόσμος γινόταν όλο και περισσότερος. Στο τελικό επικρατούσε το αδιαχώρητο, τα τραπεζάκια κάλυπταν κάθε σπιθαμή του πεζοδρομίου, κάποια μάλιστα είχαν στηθεί και πάνω στο δρόμο. Εμείς είχαμε προνοήσει, είχαμε πάει νωρίς, είχαμε βρει τις θέσεις μας και περιμέναμε καρτερικά. Τα βραδινά παιχνίδια ήταν λίγο εξουθενωτικά, διότι εκείνη την ώρα η νύστα μού χάιδευε το κεφάλι, ενώ το άγχος μου για το πρωινό ξύπνημα της επόμενης μέρας έμοιαζε σαν νανούρισμα. Ήταν όμως ο τελικός, δεν γινόταν να μην τον δω έξω. Η προοπτική της παράτασης δεν με χαροποίησε, αφού αυτό σήμαινε μισή ώρα λιγότερου ύπνου και ταυτόχρονα αφαιρούσε από την τσέπη μου ένα σεβαστό ποσό, διότι θα έπρεπε να γυρίσω σπίτι με ταξί, πληρώνοντας διπλή ταρίφα. Αν θέλω όμως να είμαι ειλικρινής, ανάμεσα στα πράγματα που δεν με χαροποιούσαν στη διάρκεια της θητείας, η παράταση του τελικού ήταν το λιγότερο σημαντικό. Αλλά επειδή καλό είναι να είμαι εντελώς ειλικρινής, αν το παιχνίδι έφτανε στα πέναλτι, τότε όλη η φανταρίσια μου μίρλα θα έπεφτε ασυγκράτητη πάνω στον μουντιαλικό μου συνοδοιπόρο.
Η ιστορία όμως έγραψε ότι το παιχνίδι κρίθηκε στην παράταση με ένα γκολ του Ινιέστα, ότι ο διαιτητής στο 120 σφύριξε τη λήξη του τελικού και ότι, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, έπεσαν οι απαραίτητες διαφημίσεις μέχρι να ξεκινήσει η απονομή. Η ιστορία όμως έγραψε και κάτι ακόμα. Όχι η ιστορία του μουντιάλ ή του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, αλλά η ιστορία εκείνου του μικρού καφέ επί της Κωλέττη: Μόλις έπεσαν τα διαφημιστικά, ο ιδιοκτήτης ήρθε, έσβησε την τηλεόραση και έβαλε δυνατά μουσική. Λες και εκείνη η Κυριακή ήταν μια οποιαδήποτε άλλη Κυριακή, μία Κυριακή από αυτές τις πολλές που είχαν προηγηθεί του μουντιάλ ή από εκείνες που θα ακολουθούσαν. Έσβησε την τηλεόραση και έβαλε μουσική με ανακούφιση λες και το Μουντιάλ και αυτός ο μήνας γεμάτος μπάλα ήταν το μεγαλύτερο βασανιστήριο που του είχε ποτέ συμβεί. Ο ιδιοκτήτης, αυτός ο άνθρωπος που μας είχε δέσει η συνήθεια, θυμήθηκε να κάνει την επανάστασή του μίση ώρα πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ν. Αφρικής περνούσε οριστικά στην ιστορία. Σαν να μας έλεγε «αρκετά ανέχθηκα εσάς και τα ηλίθια παιχνίδια σας». Πιο εντυπωσιακό και από την αντίδραση του, ήταν η γενική απάθεια όλων των υπολοίπων. Κανείς δεν του υπενθύμισε το προφανές, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε λες και ήταν όλοι συνεννοημένοι ή αγνοούσαν ότι μετά τους τελικούς ακολουθεί η απονομή. Δεν ακούστηκε κιχ.
Την ώρα που ο Κασίγιας σήκωνε το τρόπαιο είχα ήδη μπει στο ταξί για το σπίτι. Κοίταξα το κινητό και έβαλα ξυπνητήρι για τις 5.00 το πρωί.
Σχολιάστε