Μία μικρή ιστορία για τη Γουέστ Μπρομ.
31 Ιουλίου 2014 § 3 Σχόλια
Στερεότυπα, ρατσισμός, ωραία μπάλα, ένα σόουλ τρίο και λίγη ντίσκο. Αυτή ήταν η σεζόν 1978-79 για την Άλμπιον. Α ναι! Και ο αβάσταχτα καταραμένος Λόρι Κάνινγχαμ.
Δύο μέρες πριν την Πρωτοχρονιά του 1979, η Γουέστ Μπρόμιτς ταξίδεψε μέχρι το Μάντσεστερ για να αντιμετωπίσει τη Γιουνάιτεντ. Δύο μέρες πριν την Πρωτοχρονιά του 1979, η Γουέστ Μπρόμιτς έκανε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της ιστορίας της, κερδίζοντας με 5-3 μέσα στο Όλντ Τράφορντ. Στο ίντερνετ κυκλοφορούν στιγμιότυπα από το παιχνίδι. Αλλά αυτό που σου μένει δεν είναι το υπέροχο γκολ του Καντέλα, το άψογο τελείωμα του Κάνινγχαμ ή η ασίστ του Μπράουν στον Ρίτζις. Όχι. Είναι ένα βουητό που ακούγεται από τις κερκίδες. Ένα βαθύ, διαρκές βουητό που σιγοκαίει σε όλο το γήπεδο κάθε φορά που η μπάλα πήγαινε στον Κάνινγχαμ, στον Ρίτζις ή στον Μπάτσον.
Ο Λόρι Κάνινγχαμ, ο Σίριλ Ρίτζις και ο Μπρέντ Μπάτσον ήταν μαύροι. Εκείνη τη σεζόν τα βρετανικά μάτια έβλεπαν την πρώτη ομάδα της κορυφαίας κατηγορίας να χρησιμοποιεί τρεις μαύρους Βρετανούς ποδοσφαιριστές στην εντεκάδα της.
Το 1979 η κυρίαρχη αντίληψη στη Βρετανία για τους μαύρους ποδοσφαιριστές συνοψιζόταν στα εξής: δεν αντέχουν το κρύο, έχουν γενετική προδιάθεση στην τεμπελιά και την απειθαρχία, είναι απροσάρμοστοι, ευάλωτοι και εύθραυστοι. Στις τρεις επαγγελματικές κατηγορίες της χώρας αγωνίζονταν όλοι και όλοι πενήντα μαύροι ποδοσφαιριστές.
Οι γιούχες, οι προσβολές, τα ρατσιστικά συνθήματα και οι μπανάνες ήταν στην ημερήσια διάταξη. Πλαισίωναν τόσο «φυσικά» κάθε αγώνα όπως οι κακόγουστες μεταλλικές κορνίζες αγκαλιάζουν τίτλους σπουδών στους τοίχους των ιατρείων.
Η ένταση. Αυτό με σόκαρε όταν ξεκίνησα να αγωνίζομαι με την Άλμπιον. Ο θόρυβος και το περιεχόμενο των προσβολών ξεπερνούσαν κάθε όριο. Ενίοτε ήταν ο φυσικός ήχος των γηπέδων. Συνέβαινε τόσο συχνά που στο τέλος το συνήθιζες
Αυτά είναι τα λόγια του Μπράντον Μπάτσον, έτσι όπως τα είπε στον Πολ Ρις, συγγραφέα του βιβλίου «The Three Degrees», το οποίο καταπιάνεται με τη θρυλική πλέον τριάδα της Γουέστ Μπρόμιτς. Το παρατσούκλι «Three Degrees» το πήραν από το ομώνυμο σόουλ γυναικείο τρίο. Εκείνη την εποχή οι «Three Degrees» έκαναν το αναγκαίο για την επιβίωσή τους εμπορικό πέρασμα στη ντίσκο και προωθούσαν το νέο τους άλμπουμ στη Βρετανία. Από αυτή την περιοδεία έμειναν τα συνθεσάιζερ του Μόροντερ και μία φωτογραφία. Αυτή.
Ο προπονητής της ομάδας, ο πολύς Ρον Άτκινσον, έριξε την ιδέα, το κορίτσια έφεραν τις γούνες και τα αγόρια τις φανέλες.
Η Γουέστ Μπρόμιτς είναι μια ομάδα από την ευρύτερη περιοχή του Μπέρμιγχαμ. Το Μπέρμιγχαμ τη δεκαετία του ’70 ήταν ένα «νεκροταφείο». Ανάμεσα στα άδεια εργοστάσια, τους ανέργους και τις «αόρατες» φυλετικές μειονότητες, το φασιστικό και ακροδεξιό «Εθνικό Μέτωπο» αύξανε τη δύναμη του σε όλη τη χώρα, αλλά και στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στο Μπέρμιγχαμ είχε οραματιστεί τα δικά του ποτάμια από αίμα ο Ίνοκ Πάουελ το 1968. Η Γουέστ Μπρόμιτς του ‘79 ήταν λοιπόν ένα «σκάνδαλο». Ο Μπάτσον συμπληρώνει:
Όταν κατεβαίναμε από το λεωφορείο της ομάδας στα εκτός έδρας, πολλές φορές μάς περίμεναν έξω από τις πόρτες τα μέλη του Εθνικού Μετώπου. Περνούσαμε την είσοδο για τις αποστολές και προσγειώνονταν ροχάλες στη φόρμα τη δική μου ή στη φανέλα του Ρίτζις. Δεν κλαιγόμασταν όμως. Το αντιμετωπίζαμε. Ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο για εμάς.
Ο Λόρι Κάνινγχαμ ήταν ο αποδέκτης των περισσότερων επιθέσεων. Ο λόγος ήταν προφανής: αποτελούσε και ο ίδιος ο παίκτης ένα «σκάνδαλο». Η τεχνική του ήταν σκανδαλώδης. Μπορούσε να εκθέσει τον αντίπαλο μπακ με μία κίνηση. Να τον απέφευγε με μια κοφτή ντρίμπλα ή καθώς κοντρόλαρε την μπάλα ή απλώς με την ταχύτητα που ανέπτυσσε όταν έτρεχε πάνω στη γραμμή. Ο τρόπος του παιχνιδιού του ήταν σκανδαλώδης. Ήξερε να δημιουργεί χώρους εκεί όπου δεν υπήρχαν, να δημιουργεί ευκαιρίες για τον ίδιο ή τους συμπαίκτες του. Οι διακρίσεις του ήταν σκανδαλώδεις. Ήταν ο πρώτος μαύρος Βρετανός ποδοσφαιριστής που κλήθηκε στην εθνική ελπίδων, ο δεύτερος που αγωνίστηκε στην εθνική ανδρών και ο πρώτος Βρετανός ποδοσφαιριστής που έπαιρνε μεταγραφή σε μεγάλη ομάδα του εξωτερικού. Το καλοκαίρι του 1979 ο Κάνινγχαμ έγινε ο πρώτος Άγγλος που φόρεσε τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης. Η συνολική παρουσία του ήταν σκανδαλώδης: ένα καλοντυμένο μαύρο αγόρι από το Λονδίνο ερωτευμένο με το λευκό κορίτσι, την Νίκι Μπράουν, να διασκεδάζουν χορεύοντας για ώρες στις ντίσκο.
Θα μπορούσαν όλα να είχαν εξελιχθεί ονειρεμένα, αλλά πήγαν κατά διαόλου. Ο Κάνινγχαμ μετά την πρώτη σεζόν στη Ρεάλ υπέφερε από συνεχείς τραυματισμούς. Δόθηκε δανεικός, αποδεσμεύτηκε και έγινε γυρολόγος αφού δεν κατάφερε να επανέλθει ποτέ στα επίπεδα που ήταν. Το 1988 τον βρήκε κυπελλούχο με την παλαβή Γουίμπλετον του Βίνι Τζόουνς και αμέσως μετά αγωνίστηκε στη Σεγούντα Ντιβιζιόν της Ισπανίας με τη φανέλα της Ράγιο Βαγιεκάνο. Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1989 σε ηλικία 33 ετών, έχασε τη ζωή του σε τροχαίο στη Μαδρίτη.
Η Γουέστ Μπρόμιτς του 78-79 ολοκλήρωσε τη σεζόν χωρίς τίτλο. Τερμάτισε στην τρίτη θέση του πρωταθλήματος, σημείωσε μερικά ρεκόρ από αυτά που θυμούνται πλέον μόνο οι οπαδοί της και πήρε τη θέση της δίπλα στις πάρα πολλές ομάδες που εντυπωσιάζουν για μία ή δύο σεζόν και μετά εξαφανίζονται. Ήταν όμως η πιο θεαματική ομάδα της χρονιάς. Ο Ρον Άτκινσον συνήθιζε να λέει στους παίκτες του πριν μπουν στον αγωνιστικό χώρο «βγείτε εκεί έξω και διασκεδάστε με. Κάντε κάτι ξεχωριστό». Και αν το θέαμα είναι εξ’ ορισμού κάτι μη μετρήσιμο, δεν έχει καμία σημασία. Και αν απλώς εκείνη η ομάδα ήταν ένας διάττων αστέρας που σκόρπισε τη διαστημική σκόνη πάνω από τα αγγλικά γήπεδα, ούτε αυτό έχει σημασία. Γιατί η Γουέστ Μπρόμιτς –με ή δίχως νίκες- ήταν ένα «σκάνδαλο». Ήταν οι τρεις μαύροι ποδοσφαιριστές στην εντεκάδα.
Μέχρι το επόμενο μουντιάλ, έστω το EURO, λέω να μη ξαναδώ μπάλα -ούτε τσουλού, καλά για super league ούτε λόγος να γίνεται-, αντίθετα λέω απλά να αναλωθώ στο μαθαίνω τέτοιες μικρές υπέροχες ιστορίες. Από αυτές που μας κάνανε να αγαπήσουμε το τόπι. Γιατί η μισή χαρά, για μένα τελικά, στη μπάλα είναι οι μύθοι και θρύλοι τους.
Πάω να δω τώρα ότι υπάρχει από Κάνινγκχαμ στο youtube.
J_Clark ήταν σαν υπέροχο ντοκιμαντέρ αυτό εδώ το post.
Να ‘σαι καλά, Jorn! Ντάξει, λίγο υπερβολή αυτό για το τσου-λου, αλλά σε καταλαβαίνω γιατί πάνω-κάτω και ‘γω τα ίδια σκέφτομαι. Για Κάνινγχαμ, υπάρχει αυτό το ωραιότατο ντοκιμαντέρ του ITV (τα επόμενα μέρη τα βρίσκεις εύκολα στα related)
Κι εδώ:http://www.humbazine.gr/index.php/blog/to-fenomeno-tis-petaloudas-i-ti-chrostai-o-pagkosmios-kapitalismos-sti-west-bromwich-albion/