Bang! Bang!

9 Μαΐου 2015 § 1 σχόλιο

Ο Σταύρος Κοντονής σημαδεύει τη διαφθορά και τη βία. Το όπλο του είναι γεμάτο, οι προθέσεις του αγνές. Αλλά μετά το «μπανγκ» θα είναι πολύ αργά για να αναρωτηθεί αν σκότωσε το ίδιο το παιχνίδι.

Ας υποθέσουμε ότι έρχεται ένας ξένος, ένας εξωγήινος, η Ντενέρις με τους δράκους της, κάποιος τέλος πάντων, και για έναν ανεξήγητο λόγο θέλει να μάθει για το ελληνικό ποδόσφαιρο, πώς το βλέπουμε εμείς εδώ, πώς το βιώνουμε, πώς αντιλαμβανόμαστε τη συμμετοχή μας σε αυτό, αν μας αρέσει ή αν θα προτιμούσαμε να λιαζόμασταν σαν τους Κερκυραίους στο Λιστόν, να πίνουμε τζιτζιμπύρα και να βλέπουμε κρίκετ. Αν έχεις όρεξη για κουβέντα του εξηγείς τι σημαίνει το 42 μόνοι μας, 37 όλοι σας ή σημειώνεις πως το αληθινό μότο του πρωταθλήματος είναι το γκαζέτα, δεν βρίζω να περάσει. Διαφορετικά συμβουλεύεσαι το μάνιουαλ «ταξιδιωτική εκπομπή Τάσου Δούση» και αφήνεις την εικόνα να μιλήσει από μόνη της. Και ποια είναι αυτή η εικόνα; Μακάρι να ήταν μόνο μία, αλλά για  χάρη της συζήτησης ορίστε μία:

messi_finger

Δεν έχει σημασία η ομάδα ούτε αν είχε κάνει κάνα δυο μπάφους πριν μπουκάρει στο γήπεδο ο οπαδός του ΠΑΟ. Δεν έχει σημασία καν να αναρωτηθείς πόσο καμένος πρέπει να είσαι για να κάνεις κωλοδάχτυλο στον Μέσι. Ο συμβολισμός είναι πολύ ισχυρότερος από όλα τα επιμέρους: Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένας παράξενος, ακατανόητος εισβολέας που έρχεται από το σκοτάδι και χάνεται πάλι μέσα σε αυτό. Αδιαφορεί για την ομορφιά, τη σιχαίνεται. Στέκεται απέναντί της, τη λοιδορεί και της κάνει κωλοδάχτυλο γιατί τη μισεί. Και το μίσος δεν έχει χρώμα, δεν μπορείς να πεις ποιο είναι ο χρώμα του, δεν μπορείς να πεις ποιο είναι το πρόσωπο του. Το μίσος είναι σκοτάδι και καταπίνει τα όνειρα. Τόσο απλό.

Τόσο απλό; Όχι.

Υπάρχουν και οι ενστάσεις. Κάποιος θα σηκώσει το χέρι και θα πει «ναι, εντάξει, αλλά μην τσουβαλιάζεις. Ο ένας που δεν αγαπά το παιχνίδι, δεν μπορεί να  χαρακτηρίσει τους πολλούς». Για αυτούς που κατασκευάζουν στη στιγμή την πριονοκορδέλα των επιχειρημάτων με τους 10 ανεγκέφαλους που χαλάνε τη διασκέδαση των άλλων, των ήσυχων, των οικογενειαρχών, που όλως τυχαίως είναι, ξέρω ‘γω, εκείνοι που δεν αντέχουν τα βρισίδια στο γήπεδο και πώς θα πάρω το παιδί μαζί μου, ή οι άλλοι που βγαίνουν στα αθλητικά ραδιόφωνα απαιτώντας περισσότερη αστυνομία, περισσότερη παρακολούθηση και περισσότερες ποινές γιατί δύο να πάνε φυλακή θα δεις πώς θα φτιάξουν όλα, Μπάμπη, δίκιο δεν έχω, ρε Μπάμπη, «ναι» απαντάει βαριεστημένα ο Μπάμπης, για αυτούς, λοιπόν, υπάρχει μία άλλη εικόνα. Πρόκειται για ένα βιντεάκι όχι από τη σκοπιά των ανεγκέφαλων, αλλά από την πλευρά των επαγγελματιών, που νοιάζονται για το «προϊόν» γιατί είναι η δουλειά τους και απογοητευμένοι παίρνουν το πρώτο αεροπλάνο για τα ξένα και μετά από μερικούς μήνες, σε συνεντεύξεις πιο βαρετές και από σαπούνι, επιστρατεύουν όλο το φιλοσοφικό τους ύφος μιλώντας για τη διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα σε Ελλάδα και εξωτερικό. Για να θυμηθούμε τον Βασίλη Τοροσίδη στη φυσούνα του γηπέδου της Ξάνθης:

Να θυμηθούμε αυτή τη «θερμοκρασία» που εκπέμπουν οι τοίχοι των αποδυτηρίων, αυτή τη σχέση εξουσίας που έχει μεταθέσει το παιχνίδι από το γρασίδι και τις τέσσερις γραμμές στους ποτισμένους από ρητές και άρρητες απειλές διαδρόμους των γηπέδων και των τοπικών ποδοσφαιρικών ενώσεων. Η απάντηση σε όλα τα πιθανά και απίθανα ερωτήματα που προκύπτουν είναι μία:

Γιατί μπορεί

Η συμπεριφορά του Τοροσίδη σωματοποιεί ακριβώς αυτή την αντίληψη την οποία εκφράζει συστηματικά ο Ολυμπιακός σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα. Ο κυνισμός, η νίκη ως αυτοσκοπός, το δίκαιο του ισχυρού. Μα γιατί να κερδίζεις συνέχεια, ακόμα και όταν δεν αξίζεις, ακόμα και όταν δεν σου κοστίζει; Γιατί μπορώ. Όπως μπόρεσε και ο Γιώργης ο Ανατολάκης να μένει ακλόνητος στην εντεκάδα, παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο ερχόταν ο αντικαταστάτης του, παρά το γεγονός ότι έτρεμε το φυλλοκάρδι σου στα κόρνερ και στο ένας με έναν. Και όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά επιβραβεύτηκε κιόλας με μία βουλευτική έδρα στη συνέχεια γιατί κατά βάθος τους γουστάρουμε αυτούς τους τύπους. Και όπως ο Μιχάλης Κουντούρης μπόρεσε να λάβει την ηθική δικαίωση, μετά τα γεγονότα της Λαυρίου, να ηγηθεί των ερασιτεχνικών τμημάτων του Ολυμπιακού.

Αλλά και ο Τοροσίδης να μην ήταν και ο Ολυμπιακός να μην ήταν και ο Ανατολάκης να μην ήταν, θα ήταν κάποιος άλλος. Και όχι, αυτό δεν αποτελεί γενίκευση και εξίσωση που μπάζει από δέκα μεριές. Είναι η φύση της εξουσίας τέτοια είτε μιλάμε για μπάλα είτε για πολιτική είτε για οικονομία είτε για έρωτα και καύλα: Τη θες για την πάρτη σου και μόνο. Και αν μπορείς να επιβληθείς ολοκληρωτικά, αν δηλαδή θες να αποδεχθείς αυτό παιχνίδι, γιατί αυτό σε συμφέρει ή αυτό γουστάρεις και σε φτιάχνει, θα το κάνεις. Θα γίνεις σωστός λύκος και ας κοιμόσουν μέχρι χθες βράδυ με τα λούτρινα κουκλάκια σου αγκαλιά. Μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει το φιζίκ του Μαρινάκη και τα γένια του Κομπότη -μαζί τους. Και σε μένα δεν αρέσουν τα πούρα του Τίγρη, «αισθητική» του Αλαφούζου και η φάτσα του Ιβάν. Αν θεωρούμε ότι το ποδόσφαιρο θα αλλάξει επειδή θα έρθουν άλλου ύφους επενδυτές –οι  συγκεκριμένοι- τότε ντάξει, ναι, γουστάρω κι εγώ. Ας βρούμε τον Γκιστ να καπνίζουμε παρέα.

Τι μένει στα χέρια μας; Μίσος και εξουσία.

Ποιο από αυτά αντιμετωπίζει το νομοσχέδιο του Κοντονή; Αν πιστέψουμε τις εφημερίδες τίποτα απολύτως. Για την ακρίβεια, αν πιστέψουμε τα αθλητικά μίντια, το ίδιο το νομοσχέδιο αποτελεί την απόλυτη έκφανση μίσους προς και εξουσίας πάνω στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αλλά δεν θα το κάνουμε, γιατί πολύ απλά ο αθλητικός Τύπος είναι για τα σκουπίδια. Ένας απρόσμενος «πιλότος» για το τρόπο λειτουργίας και των άλλων μέινστριμ μίντια. Η ενημέρωση που προσφέρουν τα μεγάλα συγκροτήματα σήμερα ήταν ο κανόνας για τις αθλητικές εφημερίδες πολύ πριν η κρίση μας χτυπήσει την πόρτα (η υπόθεση Φιλόπουλου το 2007 ήταν ενδεικτική). Εργασιακές συνθήκες γαλέρας, δημοσιογραφικός κώδικάς για γέλια, παραγωγή περιεχομένου που στο μεγάλο μέρος του ούτε για κωλόχαρτο δεν κάνει. Όχι τώρα, όχι από το 2010 και εξής, πάντα. Ούτως ή άλλως, τα αθλητικά μέσα αυτό θα έκαναν: αν, πχ, λείψουν τα χρήματα από την Ευρώπη, θα λείψει το ενδιαφέρον των παραγόντων. Αν λείψει το ενδιαφέρον των παραγόντων, θα λείψει και η χρηματοδότηση των μίντια. Φαντάσου όλες αυτές τις μεγαλόσχημες «πληρωμένες» πένες που μας έχουν μεγαλώσει να μένουν στα πενήντα χωρίς δουλειά.

Ο αποκλεισμός των ομάδων από την Ευρώπη είναι ένα βήμα προς την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Χωρίς την Ευρώπη θα μετρηθούμε. Ποιοι αγαπάνε την μπάλα, ποιοι αγαπάνε τη μπίζνα. Αγαπώ την μπάλα και δεν θα με ένοιαζε να κάνω πολλά χρόνια να δω το σεντόνι στο Καραϊσκάκη. Δεν θα με ενδιέφερε αν η εθνική βρισκόταν λίγο πάνω από τα Τέρκς εντ Κάικος στην παγκόσμια κατάταξη και έπαιρνε μία ισοπαλία κάθε δέκα χρόνια και την πανηγυρίζουμε σαν τρελοί. Δεν θα με ένοιαζε αν γινόταν ερασιτεχνικό το πρωτάθλημα. Θα χαιρόμουν πάλι με τον ίδιο τρόπο μία νίκη με την Ατλέτικο ή τη Δυναμό Τιφλίδας. Θα διάβαζα με την ίδια σκατένια διάθεση τα σχόλια για έναν αποκλεισμό από την Ντνίπρο και για ένα αποκλεισμό από τον πρώτο προκριματικό του Γιουρόπα από την Ίντερ Μπακού, που θα ήταν ανώτερη και στα δύο ματς. Θα μου έλειπε ο Τσόρι, και σε κάτι φίλους μου θα έλειπε ο Μαρτίνες, αλλά οκ, δεν θα στεναχωριόμουν αν φορούσε τη φανέλα της ομάδας μου ένας τύπος που το πρωί θα είχε μια κανονική δουλειά σε μια τράπεζα. Μπορεί ακόμα και το θέαμα να ήταν χειρότερο από αυτό το ανύπαρκτο που βλέπουμε τώρα, αλλά ας μην γελιόμαστε: δεν θα μας έλειπε το καλό ποδόσφαιρο εφόσον ακόμα και για τα πλέι-οφ της Τσάμπιονσιπ σε περιμένει η γάργαρη φωνή ενός Άραβα σπίκερ σε κάποιο στριμ και η πρώτη καφετέρια με Νόβα και ΟΤΕ ΤV δεν απέχει περισσότερο από 300 μέτρα από οποιοδήποτε σπίτι.

Ο κίνδυνος του αποκλεισμού όμως είναι αλλού: στην απομόνωση.

Να ισχύσει δηλαδή αυτό το ακραίο σενάριο, όπου ούτε οι σύλλογοι θα παίζουν ούτε η εθνική θα παίζει ούτε φιλικά θα μπορούμε να δίνουμε ούτε τίποτα. Αυτό ακυρώνει εξ ορισμού το παιχνίδι,. Το ίδιο το παιχνίδι προϋποθέτει την εξωστρέφεια, την «ανοικτότητα», τη φιλοξενία. Θα έρθω εγώ σε ‘σένα και μετά θα έρθεις εσύ σε ‘μένα για να παίξουμε. Είτε είναι μέσα στην ίδια πόλη είτε ανάμεσα σε δύο ηπείρους, η ιδέα του ταξιδιού είναι η ίδια. Δεν υπάρχει παιχνίδι χωρίς ταξίδι, γιατί αυτά τα δύο δέθηκαν μαζί από την πρώτη κιόλας στιγμή. Το κατάλαβαν οι Άγγλοι που έπαιζαν με τους Σκοτσέζους, το κατάλαβαν οι Λατινοαμερικάνοι, που το χρόνου θα γιορτάσουν τα 100 χρόνια του Κόπα Αμέρικα, το κατάλαβαν το ‘30 όλοι οι υπόλοιποι. Και μπορεί να δηλώνει ο υφυπουργός πως προτιμά να έχουν αθλητισμό τα παιδιά από το να παίζουν οι ομάδες στην Ευρώπη, αλλά σε αυτή την περίπτωση ούτε αθλητισμό (ποδόσφαιρο τουλάχιστον) θα έχουν τα παιδιά διότι απλούστατα δεν θα υπάρχει παιχνίδι. Και αμφιβάλλω αν εκεί πού μένει ο Κοντονής έχει τζιτζιμπύρες και θέα στο Λιστόν.

Το μίσος υποτίθεται ότι αντιμετωπίζεται με τις διατάξεις για την πάταξη της βίας. Το τι περιλαμβάνει είναι λίγο πολύ γνωστό. Όχι επειδή τέθηκε σε κάποια σοβαρή διαβούλευση, αλλά επειδή αναμασάει, σε ένα ακόμα αυστηρότερο πλαίσιο, διατάξεις και νόμους που προβλέπουν μεγαλύτερες ποινές, σκληρότερες τιμωρίες, περισσότερες απαγορεύσεις. Άριστο υλικό για να κάνεις τα κεφάλια μπροστά στα περίπτερα να κουνούν επιδοκιμαστικά το κεφάλι τους διαβάζοντας τους πολύχρωμους τίτλους των αθλητικών εφημερίδων, στην αληθινή ζωή όμως αποδεικνύεται ανεπαρκές. Προφανώς και υπάρχει πρόβλημα όταν παίζουν ξύλο μέχρι και οι γονείς στα παιχνίδια των ακαδημιών, ωστόσο η βία δεν είναι θέαμα για να την αντιμετωπίζεις με όρους θεάματος. Δεν είναι τα καθίσματα που πέφτουν, τα ντου στον αγωνιστικό χώρο, τα μπουκάλια που διαγράφουν τρελές τροχιές πάνω από κεφάλια ή τα κέρματα που θα γέμιζαν δέκα παγκάρια της Παναγιάς της Τήνου τον Δεκαπενταύγουστο. Η βία δεν αντιμετωπίζεται ξεκινώντας από τα συμπτώματά της. Είναι εξαιρετικά πιο σύνθετη και μόνο αν ξεκινήσεις από τον πυρήνα της, από τις συνθήκες που τη γεννούν, θα μπορέσεις να την κατανοήσεις. Το εύκολο είναι να απαγορεύσεις τις κροτίδες, το δύσκολο είναι να καταλάβεις πόσο βαθιά είναι η επίδραση του “no politica” στο Καραϊσκάκη ή η ωμή και άμεση ανάμειξη μιας ανώνυμης ποδοσφαιρικής εταιρείας στη λειτουργία του τρίτου μεγαλύτερου δήμου της χώρας. Δεν ξέρω αν ο Κοντονής ξενυχτάει ακούγοντας τον ακούραστο Κώστα Μιαούλη, όμως ας του πει κάποιος ότι σε αυτό το κοινό απευθύνεται με όσα προβλέπει το νομοσχέδιο του –αν είναι ευχαριστημένος ο ίδιος, τότε δεν έχει παρά να αναλάβει το 12-2 στο «Κόκκινο» και να ανοίγει γραμμές.

11182327_770934326339166_2399223614029486668_n

Για τις συγκεκριμένες διατάξεις αθλητικοί παράγοντες, πολιτικοί και δημοσιογράφοι συμφώνησαν χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Άλλωστε, οι οπαδοί θεωρούνται κάτι ξένο προς το άθλημα. Σχεδόν τρεις δεκαετίες έτσι λειτουργεί το ποδόσφαιρο στην Ευρώπη, όχι μόνο εδώ. Στη δική μας περίπτωση και για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, συνδυάζεται η επαρχιώτικη και σουσουδίστικη αντίληψη της Αριστεράς για το ποδόσφαιρο με την εργαλειακή χρήση των οπαδών από τις ΠΑΕ. Τα δε μίντια έχουν διαλέξει εδώ και καιρό στρατόπεδο, με τις γνωστές νουθεσίες περί οπαδών που είναι αχάριστοι και εγκεφαλικά νεκροί και δεν αξίζουν να έχουν τέτοιες ομάδες και τέτοιες διοικήσεις. Επειδή δεν μπήκαν στον κόπο να αναρωτηθούν, ούτε τέτοια δημοσιογραφία αξίζουμε. Τα τελευταία χρόνια τα μίντια πέρασαν στην άλλη πλευρά ελάχιστες φορές: τον Οκτώβριο του 2011 με τους «αγανακτισμένους» οπαδούς και πριν μερικές εβδομάδες, όταν εμφανίστηκε στη Λεωφόρο ένα πανό ορισμός της μετάθεσης: «Δώστε μας πίσω τις Κυριακές μας»

Η ευθύνη βέβαια βαραίνει κυρίως τη συντριπτική μερίδα των οργανωμένων, οι οποίοι, με ελάχιστη συγκρότηση και μηδαμινές αντιστάσεις, προθυμοποιήθηκαν να χρησιμοποιούνται ως στρατοί του εκάστοτε ιδιοκτήτη. Τις προάλλες στη Νέα Φιλαδέλφεια κυκλοφορούσαν φυλλάδια με κάλεσμα για «δόσιμο» όσων αντιτίθενται στο γήπεδο. Ανάμεσα από αυτές τις γραμμές προβάλλει το ερώτημα για μία Αριστερή κυβέρνηση: θεωρείς ότι ένας χώρος ευθύνεται για την έξαρση της γηπεδικής βίας, επιλέγεις την κατεύθυνση της καταστολής ή εκείνη που δίνει την ευκαιρία ώστε ο χώρος αυτός να αυτοοργανωθεί, να ψάξει στο σοβαρά τι του φταίει και να λειτουργήσει σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο από το σημερινό, με νέο ρόλο και θέση μέσα στο παιχνίδι;

Στην Αργεντινή η είσοδος των ομάδων στον αγωνιστικό χώρο λέγεται «υποδοχή». Είναι από αυτές τις περιπτώσεις που η γλώσσα κατασκευάζει την πραγματικότητά μας. Οι οπαδοί υποδέχονται στο γήπεδο τους την ομάδα τους. Να κάπως έτσι ας πούμε. Το νομοσχέδιο Κοντονη, είτε συμφωνήσει με αυτό η ΟΥΕΦΑ είτε όχι, συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες αποτυχίας. Ναι, τα βάζει με την ΕΠΟ και τους προέδρους των ΠΑΕ, αλλά ονειρεύεται ένα ποδόσφαιρο χωρίς ποδόσφαιρο και χωρίς οικοδεσπότες.

Tagged: , , , ,

§ One Response to Bang! Bang!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

What’s this?

You are currently reading Bang! Bang! at Οι πτησεις του Μπεργκαμπ.

meta

Αρέσει σε %d bloggers: