Κυρία Μαίρη, είμαι κι εγώ Λέστερ
31 Ιανουαρίου 2016 § Σχολιάστε
Το δικό μας λιθαράκι στην προσπάθεια της ανθρωπότητας να κατανοήσει την περίπτωση της φετινής Λέστερ.
Η κυρία Μαίρη. Την λέω έτσι επειδή στην πραγματικότητα δεν θυμάμαι πώς την έλεγαν. Ισως όντως να την έλεγαν Μαίρη, ποιος ξέρει; Εχουν περάσει και μερικές δεκαετίας. Ηταν για μια χρονιά η καθηγήτρια των Αγγλικών μου στο φροντιστήριο στην πλατεία, τμήμα στις μικρές τάξεις, έξι εφτά άτομα, ανάμεσά τους κι εγώ, σε πλήρη άρνηση με την επιμονή των γονιών μου να με στείλουν να μάθω μια ξένη γλώσσα. Η κυρία Μαίρη θα ήταν τότε γύρω στα 35 πάνω κάτω, τότε μου φαινόταν μεγάλη, κοίτα να δεις, μια αγγλίδα με φακίδες, καστανοκόκκινο μαλλί αφάνα, μεγάλο κεφάλι, ψηλή, με λεπτή φωνή, γενικώς καλή, ευγενική, ήρεμη, εντάξει. Αν ήταν καλή καθηγήτρια δεν το θυμάμαι αλλά φαντάζομαι δεν ενδιαφέρει και κανέναν. Είναι, λοιπόν, τότε. Μέσα στη γενική μου βαρεμάρα, Τρίτη ή Πέμπτη απόγευμα, καθισμένος στα θρανιάκια της μικρής τάξης, με ένα βιβλίο με γυαλιστερές σελίδες μπροστά μου, που μου ‘ρθε και την ρώτησα, έτσι για να γίνει λίγη πλάκα, τι ομάδα είναι. Περίμενα, μέσα στην αφέλειά μου, να πει ότι είναι Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός, να γίνει λίγος χαβαλές στην τάξη, να περάσει λίγο η ώρα. Αλλά η κυρία Μαίρη ή όπως τέλος πάντων την λέγανε, απάντησε με σοβαρότητα ότι είναι Λέστερ. Και φαντάζεστε πόσο ξενέρωσα.
Η Λέστερ εκείνα τα χρόνια έκανε αυτό που κάνει συνήθως: ανεβοκατέβαινε κατηγορίες. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να ασχοληθώ μαζί της. Πιθανόν όλο και κάπου θα έβλεπα το όνομά της στην εφημερίδα ή σε κανένα περιοδικό και τίποτα περισσότερο. Μάλιστα, όταν αρκετό καιρό αργότερα ανέπτυξα μια συμπάθεια για τη Νότιγχαμ (κάτι που επίσης δεν ενδιαφέρει κανέναν αλλά κάντε λίγη υπομονή) και έμαθα ότι ανάμεσα στη Λέστερ και τη Φόρεστ υπάρχει μια σχετική αντιπαλότητα, στο μυαλό μου η Λέστερ υποχώρησε στη λίστα με τις συμπαθητικές ομάδες.
Για πρώτη φορά την είδα στην τηλεόραση σε ένα ματς προς το τέλος της δεκαετίας του ΄90, σε ένα ματς που για ποιον λόγο είχε προβληθεί από κάποιο ελεύθερο κανάλι της ελληνικής τηλεόρασης – ίσως ήταν κανένα κύπελλο. Και το θυμάμαι γιατί τότε έπαιζε εκεί ο Θοδωρής Ζαγοράκης, με τον οποίο μάλιστα το 2000 οι λεγόμενες «αλεπούδες» κατέκτησαν το Λιγκ Καπ. Βεβαίως. Στην ίδια ομάδα υπήρχαν και άλλες δυο τρεις ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, από τον Μουσταφά Ιζέτ και τον Ρόμπι Σάβατζ μέχρι τον Σταν Κόλιμορ. Και αργότερα, για μια σεζόν, φόρεσε τη φανέλα της και ο Νίκος Νταμπίζας. Η Λέστερ βέβαια στη συνέχεια βυθίστηκε στις μικρές κατηγορίες, προς μεγάλη απογοήτευση της κυρίας Μαίρης, υποθέτω, και δεν απασχόλησε καθόλου την επικαιρότητα μέχρι πέρυσι, όταν έπειτα από μια δεκαετία, επέστρεψε περήφανη στην Πρέμιερ Λιγκ.
Εγινε μάλιστα η τρίτη ομάδα στην ιστορία που ενώ τα Χριστούγεννα βρισκόταν τελευταία στη βαθμολογία, κατάφερε τελικά να παραμείνει στην κατηγορία. Πώς τα κατάφερε; Ως δια μαγείας. Στις 4 Απριλίου του 2015 κάτι συνέβη στο Λεστερσάιρ και η ομάδα άρχισε να κερδίζει. Τελείωσε τη σεζόν νικώντας τα 7 από τα τελευταία 9 της παιχνίδια. Στην Αγγλία αυτό θεωρήθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές δεδομένων που έχουν παρατηρηθεί ποτέ. Ουσιαστικά, δηλαδή, το τρελό σερί που συνεχίζεται μέχρι σήμερα δεν ξεκίνησε φέτος αλλά πέρυσι. Και εδώ είναι που τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πραγματικά περίεργα. Γιατί η περυσινή Λέστερ που κάνει εκείνο το σουρεαλιστικό σερί δεν είναι η ίδια Λέστερ με τη φετινή. Πρόκειται για άλλη ομάδα, με σημαντικό ποσοστό της ενδεκάδας να είναι αλλαγμένο και με έναν διαφορετικό προπονητή στον πάγκο καθώς ο Νάιτζελ Πίρσον, παρά το περυσινό του θαύμα, αντικαταστάθηκε από τον Κλαούντιο Ρανιέρι.
Άλλη μια παρένθεση: είναι η παραμονή της φετινής πρεμιέρας του Αγγλικού πρωταθλήματος και βρίσκομαι στο αυτοκίνητο ακούγοντας ραδιόφωνο. Δυο τύποι κάνουν εκπομπή για το στοίχημα και λένε τις προβλέψεις τους για τη χρονιά. Ο ένας από τους δυο εκτιμά ότι χωρίς τον Πίρσον η Λέστερ θα καταρρεύσει και προτείνει στους ακροατές να ποντάρουν στον υποβιβασμό της. Κάνει μάλιστα και ένα ειρωνικό σχολιάκι για τον Κλαούντιο Ρανιέρι που λογικά έχει κάποιον πολύ καπάτσο μάνατζερ για να μπορεί να βρίσκει ακόμα δουλειά στην Πρέμιερ Λιγκ. Κλείνει η παρένθεση.
Οι μήνες περνούν και η Λέστερ σιγά, σιγά μοιάζει με κάτι περισσότερο από ένα πυροτέχνημα, διαολίζοντας τους σοφούς του ποδοσφαίρου, οι οποίοι αδυνατούν να βρουν μια απάντηση στο ερώτημα που έθετε η πέρα από κάθε φαντασία πορεία της. Τόσο στον ξένο αλλά και στον ελληνικό τύπο έχουν γραφτεί εκατοντάδες απεγνωσμένες αναλύσεις για το τι κρύβεται πίσω από την τρελή ιστορία της φετινής Λέστερ. Εχω διαβάσει, λοιπόν, διάφορα: ότι ο Πίρσον είχε βρει την μαγική φόρμουλα και ότι ο Ρανιέρι απλώς συνεχίζει το έργο του, ότι τελικά ο Ρανιέρι είναι σπουδαίος προπονητής, ότι ο Βάρντι και ο Μαχρέζ είναι δυο παίκτες παγκόσμιας κλάσης που από λάθος δεν βρίσκονται σε κάποια μεγαλύτερη ομάδα και τώρα αυτό αποδεικνύεται, ότι υπάρχει ένα φανταστικό δίκτυο κατασκόπων που φέτος εντόπισε ακριβώς τους παίκτες που χρειαζόταν η ομάδα με αποτέλεσμα να δομηθεί ένα απόλυτα λειτουργικό ρόστερ, ότι πρόκειται για έναν συνδυασμό χημείας, τακτικής και πάθους, ότι οι άλλες ομάδες δεν είναι στα καλά τους. Και άλλα.
Αυτό που δεν έχει γραφτεί ή τουλάχιστον που εγώ δεν έχει τύχει να το διαβάσω, είναι ότι αυτό που συμβαίνει φέτος με τη Λέστερ δεν έχει καμία εξήγηση. Είναι πέρα για πέρα παράλογο. Όλα τα προηγούμενα προφανώς και έχουν κάποια βάση αλλά ακόμα και στο άθροισμά τους δεν φτάνουν να εξηγήσουν το γεγονός ότι η Λέστερ παραμένει στην πρώτη θέση της βαθμολογίας. Δεν αρκεί η λογική για να καταλάβουμε πώς μια ομάδα με αυτό το ρόστερ αντέχει σε μια κούρσα με την Αρσεναλ και την Σίτι, πώς είναι πάνω από τη Γιουνάιτεντ (σερ Αλεξ γύρνα), τη Λίβερπουλ, την Τότεναμ, την Τσέλσι (Ρομπέρτο Ντι Ματέο γύρνα) ή ακόμα και την Εβερτον ή την Σαουθάμπτον και την Στόουκ. Γιατί ό,τι και αν διαβάσετε για τους παίκτες της η αλήθεια είναι ότι στην πολύ καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να τερματίσουν γύρω στη μέση της βαθμολογίας. Επειδή μιλάμε για πρωτάθλημα, για όλοι με όλους, εκεί που οι αδυναμίες, μια του κλέφτη και δυο του κλέφτη, στο τέλος φαίνονται.
Δυο λόγια, λοιπόν, για το ρόστερ. Η Λέστερ αποτελείται από μερικούς Βρετανούς ρολίστες επιπέδου μικρομεσαίων ομάδων (από τον Ουαλό Άντι Κινγκ και τον κάποτε υποτίθεται ανερχόμενο Μαρκ Ολμπράιτον μέχρι τον άνθρωπο με το πιο αστείο όνομα της Πρέμιερ Λιγκ, τον Ντάνι Ντρινκγουότερ), από μερικούς μη Βρετανούς ρολίστες επιπέδου μικρομεσαίων ομάδων που έχουν ριζώσει στην Αγγλία (από τον τζαμαϊκανό αρχηγό Γουές Μόργκαν μέχρι τον Γκανέζο Τζέφρι Σλουπ στα άκρα, τον Κάσπερ Σμάιχελ στο τέρμα και τον Γερμανό στόπερ Ρόμπερτ Χουθ, τον οποίο πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, αν θυμάστε, τον είχε ο Μουρίνιο στην Τσέλσι και τον πέρναγε σέντερ φορ καμιά φορά στα τελειώματα των ματς), από μερικά νέα φρούτα (από τον Ν’Γκολό Καντέ που ήρθε από την Καέν και γεμίζει σαν Πογκμπά τσέπης όλο το γήπεδο μέχρι τον Αυστριακό αριστερό μπακ Κρίστιαν Φουκς που άφησε πίσω του μια τίμια καριέρα στην Μπουντεσλίγκα), από τον Ριάντ Μαρέζ και τον Τζέιμι Βάρντι.
Οι δυο τελευταίοι, Μαρέζ και Βάρντι, δεν ανήκουν σε καμία κατηγορία. Είναι άλλωστε οι μόνοι που θα μπορούσαν να παίξουν σε κάποια από τις παραδοσιακές δυνάμεις, αν και εδώ στις Πτήσεις προειδοποιούμε ότι κανείς από τους δυο τους δεν είναι τόσο καλός όσο φάνηκε αυτούς τους προηγούμενους μήνες. Είναι προφανώς μια χαρά παίκτες και οι δυο αλλά με όλο το θάρρος της γνώμης μας θεωρούμε ότι κακώς θα δαπανηθούν μερικές δεκάδες εκατομμύρια για χάρη τους το καλοκαίρι.
Στην Ελλάδα το θέμα Λέστερ μας ιντριγκάρει πάρα πολύ λόγω Ρανιέρι. Ήταν τελικά λάθος που τον πήραμε ή λάθος που τον διώξαμε; Ποιος φταίει; Οι δημοσιογράφοι που τον αντιμετώπισαν ως άσχετο προικοθήρα ενώ να τώρα τι κάνει; Η ΕΠΟ που έστησε γύρω του την καινούρια της αυλή; Οι παίκτες που δεν τον πολυγούσταραν; ΟΚ, δεν ξέρουμε, δεν έχει τόση σημασία τώρα πια. Αν το σκεφτούμε πάντως λίγο καλύτερα, ο Ρανιέρι κλήθηκε να κάνει στην δική μας εθνική ό,τι κάνει στη Λέστερ, να βρει, δηλαδή, μια φόρμουλα να κυριαρχήσει κόντρα σε καλύτερες ομάδες. Αν θέλετε την άποψή μας είναι περισσότερο λάθος που τον πήραμε από το γεγονός ότι τον διώξαμε αλλά σε κάθε περίπτωση το ότι κάνει για τη Λέστερ δεν σημαίνει ότι έκανε για την εθνική. Ο Ρανιέρι είναι ένας μέτριος προπονητής που ως ένα βαθμό πιστώνεται την πορεία της Λέστερ επειδή κατάφερε να συντηρήσει ένα μεταφυσικό μομέντουμ. Με μπόλικη άμυνα και δηλώσεις μεγαλείου που γέμιζαν τους παίκτες του αυτοπεποίθηση. Αυτό είναι όλο. Μην ψάχνετε για πολύπλοκες τακτικές και άλλες μαγείες. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο.
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο η Λέστερ είναι ακόμα πρώτη. Τα στραβά της αποτελέσματα συνέπεσαν με τα στραβά αποτελέσματα των άλλων. Επιβιώνει ακόμα. Αν μας επιτραπεί μια πρόβλεψη, δεν θα πρωτοτυπήσουμε: δεν θα αντέξει. Εχει ακόμα 15 παιχνίδια η Πρέμιερ Λιγκ. Ακόμα και το παράλογο έχει όρια στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Κυρία Μαίρη, λογικά δεν θα διαβάσετε ποτέ αυτό το κείμενο αλλά δεν πειράζει (αν το διαβάζετε πάντως, το πήρα το proficiency). Απευθύνομαι σε εσάς γιατί νιώθω την ανάγκη να σας ζητήσω συγνώμη για την απογοήτευσή μου εκείνο το απόγευμα όταν μου είπατε ότι είστε Λέστερ. Σήμερα είμαι κι εγώ Λέστερ. Γιατί αυτό το παράλογο με κάνει να αγαπάω το ποδόσφαιρο περισσότερο. Γιατί αν δεν σε γοητεύσει η επιτυχία του μικρού, τότε καλύτερα να βλέπεις σε ριπλέι τα πέναλτι των αντιπάλων σου, να δεις αν ήταν ή όχι, να βγεις το βράδυ στο ραδιόφωνο να τα χώσεις στον φίλο που βγήκε νωρίτερα και είπε ότι μπλα μπλα. Κυρία Μαίρη δεν ξέρω αν σας άρεσε ποτέ το ποδόσφαιρο ή αν είχατε αποφασίσει ότι είστε Λέστερ επειδή ήταν ο μπαμπάς σας αλλά υποθέτω ότι όπου κι αν βρίσκεστε αυτή τη στιγμή θα μαθαίνετε τα νέα της ομάδας σας. Και υποθέτω ότι θα χαίρεστε έστω και λιγάκι. Όσο κρατάει, ας το χαρούμε όλοι.
Σχολιάστε